Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, 60 χρόνια μετά: Συνωμοσία ή σκευωρία;
Στις 18 Μαΐου του 1965 αποκαλύφθηκε η υπόθεση που άνοιξε τον δρόμο για την κρίση των Ιουλιανών το 1965 - Παραμένει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας - Οι ανακρίσεις, η συνέχεια των διώξεων για 11 πολιτικούς επί χούντας και η αμνήστευση από τον Παπαδόπουλο
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η 18η Μαΐου του 1965 είναι μια ημερομηνία καμπής στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ακριβώς πριν από 60 χρόνια ερχόταν στο φως της δημοσιότηταςη υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, που παραμένει ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, με ερμηνείες που ποικίλλουν ανάλογα με την πολιτική οπτική.
Βασιλιάς Κωνσταντίνος και Γεώργιος Παπανδρέου. Η ρήξη στις σχέσεις παλατιού - κυβέρνησης αποδείχθηκε καταστροφική
Με την ιστορία να εκφράζει μια επικρατούσα ανάγνωση, που την αναγορεύει σε ένα απόλυτο ψέμα. Μια πολιτική και στρατιωτική σκευωρία εναντίον της τότε κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, που δεν έχει... τελεσιδικήσει. Υπάρχει ο αντίλογος, που αναφέρεται σε πραγματικό σκάνδαλο στο φόντο της λειτουργίας μιας ομάδας στρατιωτικών, οι οποίοι με την πολιτική κάλυψη του Ανδρέα Παπανδρέου και άλλων κορυφαίων στελεχών της Ενωσης Κέντρου λειτουργούσαν παράνομα με σκοπό τον έλεγχο του στρατεύματος, μέχρι την ακραία αλλά ουδέποτε αποδειχθείσα εκδοχή της προετοιμασίας εκτροπής, όπως έπραξε όμως αργότερα ο ΙΔΕΑ.
Απαντες ωστόσο συμφωνούν ότι η αποκάλυψη της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ υπήρξε η θρυαλλίδα σειράς γεγονότων, που μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και την επταετή δικτατορία. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι οι αφορισμοί προσδιορίζουν. Οπως αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ακόμη πτυχές αυτής της υπόθεσης με ανοιχτούς λογαριασμούς με την Ιστορία. Με κυριότερη την ταυτότητα του ΑΣΠΙΔΑ και πλήθος από συνοδά ερωτήματα: Ηταν μια οργάνωση κατώτερων αξιωματικών, με δημοκρατικά φρονήματα, που ήθελαν να αυτοπροστατευτούν απέναντι στις μεθοδεύσεις των συναδέλφων τους του ΙΔΕΑ ή επιδίωκαν κάτι βαθύτερο;
Ο τότε λοχαγός Αρις Μπουλούκος στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ
Ποια ήταν η πραγματική σχέση Ανδρέα Παπανδρέου - ΑΣΠΙΔΑ; Ηταν ο πολιτικός αρχηγός της οργάνωσης; Τι γνώριζε για αυτήν ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου; Ποια ήταν η πραγματική σχέση των αξιωματικών που κατηγορήθηκαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν ως μέλη της; Ηταν ισχυρό το κατηγορητήριο για όλους ή κάποιοι διώχθηκαν εξαιτίας των φρονημάτων τους; Πόσο χρησίμευσε ως άλλοθι από το Παλάτι για την προπαρασκευή της ρήξης του Ιουλίου του 1965 με τον Γ. Παπανδρέου, αλλά και για τους Απριλιανούς συνωμότες στην προετοιμασία του πραξικοπήματος; Και ποιος ήταν ο ρόλος του βασιλιά Κωνσταντίνου;
Κλείσιμο
Οι «κερδισμένοι»
Εκ του αποτελέσματος, οι πιο ωφελημένοι από την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ήταν δύο πλευρές: Η ομάδα των επίορκων στρατιωτικών, υπό τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, που κατάφεραν να εξουδετερώσουν τον ΑΣΠΙΔΑ. Ονομαστά μετέπειτα στελέχη της χούντας πρωταγωνίστησαν ως μάρτυρες κατηγορίας, όπως ο αρχιβασανιστής του ΕΑΤ-ΕΣΑ Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος και ο πρόεδρος-μαριονέτα της Κύπρου, που εγκατέστησαν στη θέση του Μακαρίου οι πραξικοπηματίες στις 15 Ιουλίου του 1974, Νίκος Σαμψών.
Μεγάλος κερδισμένος όμως ήταν και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Οι σφοδρές προσωπικές επιθέσεις και οι δικαστικές διώξεις εναντίον του αποτέλεσαν τον καταλύτη εκτόξευσης της δημοφιλίας του, αναδεικνύοντας το ηγετικό προφίλ ενός πολιτικού που ανάγκαζε το Παλάτι και τους μηχανισμούς του να καταφεύγουν σε αντιθεσμικές μεθοδεύσεις για να τον αντιμετωπίσουν. Αλλωστε, πολλοί παραπεμφθέντες στρατιωτικοί, όπως και δικηγόροι υπεράσπισης, αρκετά αργότερα, τον πλαισίωσαν ως στελέχη και βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, μέχρι και πρωτοκλασάτοι υπουργοί στις κυβερνήσεις του: Αγαμέμνων (Μένιος) Κουτσόγιωργας και Ευάγγελος Γιαννόπουλος εκ των συνηγόρων, Αριστόδημος Μπουλούκος, Δημήτριος Χονδροκούκης, Παναγιώτης Παπαγεωργόπουλος, Θεοφάνης Τόμπρας εκ των στρατιωτικών. Σίγουρα ζημιωμένες -θανάσιμα- βγήκαν η Δημοκρατία και η ομαλότητα.
Επιπλέον, η 18η Μαΐου συνδέεται με την τραγική μοίρα ενός εκ των πρωταγωνιστών της δίκης, του δικηγόρου Νικηφόρου Μανδηλαρά, που διέπρεψε ως υπερασπιστής. Σε μια αδιανόητη ημερολογιακή σύμπτωση, στις 18 Μαΐου 1967, ο Μανδηλαράς βρήκε τραγικό θάνατο σε μια ακτή της Ρόδου, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, με όλες τις ενδείξεις να συνηγορούν υπέρ της δολοφονίας.
Η βόμβα της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ έσκασε δύο εβδομάδες μετά την επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην κυβέρνηση του πατέρα του, στη θέση του υπουργού Προεδρίας. Η χώρα βίωνε μια πολύχρονη περίοδο ακραίας πολιτικής πόλωσης, με επίκεντρο τις εκλογές του 1961 που προκάλεσαν τον πρώτο ανένδοτο του Γ. Παπανδρέου, τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, την έξοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την πολιτική και την εγκατάστασή του στο Παρίσι, την ευρεία εκλογική νίκη της Ενωσης Κέντρου στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964.
Στις 18 Μαΐου του 1965 η ακραίων δεξιών πεποιθήσεων εφημερίδα της Λάρισας «Ημερήσιος Κήρυξ» αποκάλυπτε την ύπαρξη μιας μυστικής αριστερόστροφης οργάνωσης μέσα στις τάξεις του Στρατού. Ονομαζόταν ΑΣΠΙΔΑ από τα αρχικά των λέξεων: Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατία, Αξιοκρατία. Στόχος της, βάσει του ρεπορτάζ, ήταν η εκδίωξη του βασιλέα και η εγκαθίδρυση ενός αριστερόστροφου δικτατορικού καθεστώτος με πολιτικό αρχηγό τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο αντιπολιτευόμενος Τύπος ξιφούλκησε κατά της κυβέρνησης. Το υπουργείο Εθνικής Αμυνας ανέθεσε στον αντιστράτηγο της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, Ιωάννη Σίμο, να προχωρήσει σε ανακρίσεις. Την επομένη, 13 βουλευτές της ΕΡΕ κατέθεσαν ερώτηση στη Βουλή για το θέμα. Προκλήθηκε πολιτικός σεισμός.
Οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης επέκριναν σφοδρά τον Ανδρ. Παπανδρέου ότι «επεδίωξε να ιδρύσει μικρομάγαζον εις τον Στρατόν». Κατά την κυβέρνηση, επρόκειτο για σκευωρία με στόχο αφενός την κατασυκοφάντηση της Ενωσης Κέντρου, αφετέρου τη συγκάλυψη της δράσης της παραστρατιωτικής δεξιάς οργάνωσης ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), στην οποία αποδείχτηκε μετέπειτα ότι συμμετείχαν πολλοί Απριλιανοί.
Δημοσιεύματα του Τύπου για την υπόθεση που απασχόλησε την πολιτική ζωή της χώρας επί μία διετία
Τι ήταν η οργάνωση
Των αποκαλύψεων είχε προηγηθεί μακρά προϊστορία. Εμπνευστής, ιδρυτής και στυλοβάτης του ΑΣΠΙΔΑ ήταν ο Μεσσήνιος λοχαγός πεζικού Αριστόδημος Μπουλούκος, παλαιός υποστηρικτής του Γεωργίου Γρίβα και της ενωσιακής προοπτικής στο Κυπριακό. Τοποθετημένος στην ΚΥΠ, αρχικά στρατολόγησε στον ΑΣΠΙΔΑ υποστηρικτές του Γρίβα. Στον όρκο της οργάνωσης δινόταν έμφαση στην προστασία της Δημοκρατίας από οποιαδήποτε επιβουλή και την ανάγκη δημιουργίας μιας Μεγάλης Ελλάδας, άρα και τον στόχο ένωσης Ελλάδας - Κύπρου. Σε μαρτυρικές καταθέσεις τους αξιωματικοί που βολιδοσκοπήθηκαν από τον Μπουλούκο τόνιζαν ότι ο ΑΣΠΙΔΑ δεν είχε αντιμοναρχική στόχευση, αλλά πρωταρχικά αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των μελών του σε θέματα ευνοϊκών τοποθετήσεων και προαγωγών. Εκτιμήθηκε ότι ο Μπουλούκος ενέταξε στον ΑΣΠΙΔΑ 40-50 κατώτερους αξιωματικούς. Πολύ αργότερα ο ίδιος αποκάλυψε ότι η οργάνωση ταχύτατα έφτασε στα 300 μέλη, εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα και την Κύπρο, με επίκεντρο την Αθήνα και ιδίως την ΚΥΠ. Τη χαρακτήρισε, δε, «οργάνωση δημοκρατικής άμυνας απέναντι στον ΙΔΕΑ».
Ο Μπουλούκος μετατέθηκε στην Κύπρο στα τέλη του 1964. Η δράση του εκεί δεν έμεινε κρυφή. Ο Γρίβας σε επιστολή του στις αρχές Μαΐου του 1965 προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά -όχι όμως προς τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου- κατηγόρησε τον Μπουλούκο για συνωμοσία και ότι επιχειρούσε να μυήσει σε αυτήν αξιωματικούς υπηρετούντες στην Κύπρο, αναφέροντας και το όνομα του Ανδρ. Παπανδρέου, υπαινισσόμενος στενό σύνδεσμο μαζί του.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μπουλούκος είχε επιδιώξει πράγματι επαφές με πολιτικά πρόσωπα, πρωτίστως με τον Ανδρ. Παπανδρέου. Ο οποίος -αντιθεσμικά λειτουργώντας- αξιοποίησε τη σχέση αυτή για να πληροφορείται τα συμβαίνοντα στο εσωτερικό του στρατεύματος. Τα περί ανατροπής του πολιτεύματος δεν επιβεβαιώθηκαν από καμία πηγή.
Μεταπολιτευτικά, το ΠΑΣΟΚ φιλοξένησε στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του στη Β’ Αθηνών τον Μπουλούκο (1977 και 1981), αλλά τον διέγραψε το 1982 λόγω διαφωνίας του στην κατάργηση του σταυρού προτίμησης στην εκλογή βουλευτών. Εκείνος προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία. Επανεξελέγη τρεις φορές (Ιούνιος 1985, Ιούνιος και Νοέμβριος 1989) και ακολούθως διατέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Βιομηχανίας Οπλων το 1990-1992.
Σύγκρουση με το Παλάτι
Την 1η Ιουνίου 1965 ο Σίμος, έχοντας λάβει 93 καταθέσεις και από την Κύπρο, υπέβαλε το πόρισμά του στον υπουργό Εθνικής Αμυνας. Μεταξύ άλλων σημείωνε: «Απεδείχθη πράγματι ότι εγένετο κίνησις ιδρύσεως οργανώσεως υπό την επωνυμίαν ΑΣΠΙΔΑ υπό ομάδος αξιωματικών, με τον ιδιοτελή σκοπόν την εξυπηρέτησιν ατομικών συμφερόντων αυτών (...) ή και τινά άλλον απώτερον, όστις όμως ούτε απεδείχθη εκ της εξετάσεως ούτε διεφάνη. Δεν απεδείχθη ότι η κίνησις αύτη είχε πολιτικάς επιδιώξεις ή σύνδεσμον τινά με πολιτικά πρόσωπα».
Η υπόθεση δεν έκλεισε εκεί και το σκηνικό άλλαξε. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ενημερώθηκε στις 5 Ιουνίου για το πόρισμα Σίμου από τον ΥΕΘΑ Π. Γαρουφαλιά. Αξίωσε αμέσως να σταλούν οι «συνωμότες» στο Στρατοδικείο. Εν αγνοία του πρωθυπουργού ξεκίνησε η διενέργεια κύριας ανάκρισης διευρύνοντας τον κύκλο των κατηγορουμένων. Η αντίστροφη μέτρηση για την τελική ρήξη Κωνσταντίνου - Γ. Παπανδρέου είχε ξεκινήσει.
Οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες αντιμετώπιζαν ήδη με οργή την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ως σκευωρία. Ο δε πρωθυπουργός, θεωρώντας ότι ο Γαρουφαλιάς λειτουργούσε πλέον ως «πέμπτη φάλαγγα» των Ανακτόρων, διαμήνυσε στον Κωνσταντίνο την αδιαπραγμάτευτη επιθυμία του να τον αποπέμψει και να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Η πολιτική σύγκρουση κορυφώθηκε και ήρθαν τα Ιουλιανά, ο πρόλογος για το πραξικόπημα και την κατάλυση της Δημοκρατίας.
Τι έγραψε ο Κωνσταντίνος
Ο Κωνσταντίνος στα απομνημονεύματά του («Χωρίς τίτλο», τόμος 2) περιορίζεται σε απροσδόκητα υποδεέστερες του αναμενομένου αναφορές στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Ασχολείται ελάχιστα με την ουσία, αποκαλύπτει ότι έλαβε πολλές, όχι μία, επιστολές από τον Γρίβα περί ύπαρξης του ΑΣΠΙΔΑ και της σχεδιαζόμενης εκτροπής και ότι αργότερα, χωρίς να διευκρινίζει πότε, ο Μπουλούκος του επιβεβαίωσε την εμπλοκή του Ανδρ. Παπανδρέου. Περισσότερο αναφέρεται σε φόβους του πρωθυπουργού για την πραγματική έκταση της εμπλοκής του γιου του στην οργάνωση. Υποστηρίζει, δε, ότι του πρότεινε να του υποδείξει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο της επιλογής του για να αντικαταστήσει τον Γαρουφαλιά, αλλά όχι τον εαυτό του. Καθώς θεωρούσε μη αποδεκτό ο «Γέρος», όπως τον αποκαλούσε, να προΐστατο του υπουργείου, υπό την εποπτεία του οποίου διεξαγόταν η έρευνα για τον ΑΣΠΙΔΑ με σοβαρές κατηγορίες κατά του γιου του.
Μετά την παράλληλη αλλαγή του δικαστικού σκηνικού για τον ΑΣΠΙΔΑ και τη σφοδρή αναταραχή στο πολιτικό τοπίο με την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου και τις διάδοχες αυτής Νόβα, Τσιριμώκου και Στεφανόπουλου, οι ανακρίσεις για τον ΑΣΠΙΔΑ συνεχίστηκαν από τον στρατιωτικό ανακριτή Λαγάνη. Το βούλευμα 475 σελίδων εκδόθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1966. Πρότεινε την παραπομπή σε δίκη στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών 28 αξιωματικών με τη βαρύτατη κατηγορία «της ένωσης προς στάση και συνωμοσία προς εκτέλεση πράξεων εσχάτης προδοσίας».
Ο Παύλος Βαρδινογιάννης, υπουργός στις κυβερνήσεις Γεωργίου Παπανδρέου
Προέκυπταν επίσης επιβαρυντικά στοιχεία και για τους πολιτικούς Ανδρ. Παπανδρέου, Παύλο Βαρδινογιάννη, Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, Νικόλαο Ζουμπογιώργο και Στυλιανό Χούτα: «Οι κατηγορούμενοι εν τη προσπαθεία τους να μυήσουν αξιωματικούς εις την οργάνωσιν ΑΣΠΙΔΑ... συνιστούν προς προστασία της κινδυνευούσης Δημοκρατίας την υπό τον αξιωματικών υποστήριξιν της κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου ή διάδοχον ταύτης υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, προς επίτευξιν της οποίας οι αξιωματικοί οφείλουν να οργανωθούν πέριξ τούτου, καθ’ όσον ούτος είναι η πλέον ισχυρά ηγετική φυσιογνωμία της εποχής και ως υιός του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και ως οικονομολόγος και κάτοχος του κυπριακού προβλήματος, δι’ ο μάλιστα εις τούτον έχει ανατεθεί η αρχηγία της οργανώσεως». Λόγω αναρμοδιότητας του Στρατοδικείου, η ανάκριση για τα πολιτικά πρόσωπα ανατέθηκε στον δικαστικό Σωκράτη Σωκρατείδη.
Η παραδοχή Ανδρέα
Ο Γ. Παπανδρέου κατήγγειλε σκευωρία σκοτεινών δυνάμεων που αποκαλύφθηκε πλήρως με το εκδοθέν βούλευμα, το οποίο χαρακτήρισε «άθλιον άρθρον του χειρότερου δεξιού Τύπου». Πάντως, στο βιβλίο του «Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα», ο Ανδρ. Παπανδρέου παραδέχτηκε τη γνωριμία του με πρωτεργάτες του ΑΣΠΙΔΑ. Αποδίδοντας τη δημιουργία του «σε έναν μικρό αριθμό αξιωματικών που αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στη χούντα του ΙΔΕΑ και ίδρυσαν έναν επαγγελματικό σύνδεσμο, με βασικό σκοπό να προστατεύσουν τις καριέρες τους». Στις 14 Νοεμβρίου 1966 άρχισε στο Πρωτοδικείο Αθηνών η δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Μια «παρωδία δίκης», όπως τη χαρακτήρισαν επιφανείς νομικοί. Πρόεδρος του Στρατοδικείου ήταν ο αρεοπαγίτης Θ. Καμπέρης και βασιλικός επίτροπος (εισαγγελέας) ο Ηλ. Παπαπούλος. Από την πρώτη μέρα ξεκίνησαν πρωτοφανείς αντεγκλήσεις, από τη μια, μεταξύ προέδρου και επιτρόπου και, από την άλλη, των συνηγόρων υπεράσπισης και των 21 κατηγορουμένων που ακολούθησαν σκληρή γραμμή καταγγέλλοντας σκευωρία.
Η δίκη έγινε αντικείμενο σφοδρής πολιτικής σύγκρουσης. Η εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας άρχισε στις 21 Νοεμβρίου. Σε πρώτο πλάνο οι Σαμψών και Γρίβας. Ο Μπουλούκος έγραψε αργότερα σε βιβλίο του ότι ο Γρίβας «είτε υπήρξε το ακούσιο όργανο των σκοτεινών δυνάμεων που χρησιμοποίησαν την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ για να πλήξουν την κυβέρνηση της Ε.Κ., είτε εκούσιος συνεργός της όλης υπονομευτικής μηχανορραφίας».
Η πλειονότητα των μαρτύρων κατηγορίας περιορίστηκε σε γενικόλογες μομφές παρά σε στοιχεία αποδεικτικά της συνωμοσίας και σε επιθέσεις για τα πολιτικά φρονήματα των κατηγορουμένων. Από τους συνηγόρους πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο Νικηφόρος Μανδηλαράς και σπουδαίοι δικηγόροι όπως οι Σταύρος Κανελλόπουλος, Νικόλαος Αλαβάνος, Αριστείδης Οικονομίδης, Εμμανουήλ Στεφανάκης, Αλέξανδρος Σακελλαρόπουλος, Τάλμποτ Κεφαλληνός, Ιωάννης Σεργάκης. Ανάμεσά τους και δύο μετέπειτα εμβληματικές μορφές του ΠΑΣΟΚ, ο Μένιος Κουτσόγιωργας και ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος.
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, δικηγόρος υπεράσπισης στη δίκη
Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου και ο βασιλικός επίτροπος επικρίνονταν εντονότατα για σκανδαλώδη μεροληψία εναντίον των κατηγορουμένων αξιωματικών. Το κλίμα μεταφερόταν στις εφημερίδες και η κοινή γνώμη τελούσε σε αναβρασμό. Οταν ένας μάρτυρας κατηγορίας υπονόησε ότι εμπλεκόμενος στη συνωμοσία ήταν και ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Τσολάκας, το Στρατοδικείο με πρόταση του επιτρόπου αποφάσισε να συνεχιστεί η διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών και να απαγορευτεί η δημοσίευση των πρακτικών της ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων και ομόθυμη καταδίκη απ’ όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της ΕΡΕ.
Στις 16 Μαρτίου το Στρατοδικείο ανακοίνωσε την ετυμηγορία του: 14 καταδίκες. Οι βαρύτερες ποινές ήταν 18 χρόνια κάθειρξη και 5 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για τον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Παπατέρπο, τον αντισυνταγματάρχη Αριστείδη Δαμβουνέλη και τους λοχαγούς Μπουλούκο, Παπαγεωργόπουλο και Τόμπρα. Οι υπόλοιποι αθωώθηκαν.
Επιτάχυνση εξελίξεων
Εκείνη την ημέρα έκλεινε το στρατιωτικό-δικαστικό σκέλος της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ και η χώρα έμπαινε στην τελική ευθεία προς το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Εκ των υστέρων, από όσα προέκυψαν στη δίκη, αλλά και από όσα έτρεχαν στο παρασκήνιο -ορισμένα αποκαλύφθηκαν τότε, αλλά κυρίως μετά την επταετή δικτατορία-, η προσπάθεια ανάδειξης της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ σε πολιτικοστρατιωτικό σκάνδαλο θεωρήθηκε μέρος του σχεδίου για την οργάνωση του πραξικοπήματος.
Με τη δίκη για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, μιας οργάνωσης πραγματικής, αλλά όχι με αποσταθεροποιητικούς για το πολίτευμα στόχους, οι οργανωτές του πραξικοπήματος έστρεψαν το ενδιαφέρον μακριά από τις δικές τους κινήσεις μέσω του ΙΔΕΑ και έβγαζαν εκτός μάχης αξιωματικούς που θεωρούσαν εμπόδιο στα σχέδιά τους. Οπως αναφέρεται, π.χ., στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τρεις ημέρες μετά την έκδοση του βουλεύματος, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αποδέχτηκε την εισήγηση του απόστρατου πτεράρχου Πέτρου Μητσάκου και έδωσε εντολή στους φίλα προσκείμενους στρατηγούς για τον σχεδιασμό πραξικοπήματος. Ο ίδιος δεν το παραδέχτηκε ποτέ. Παράλληλα, κινούνταν χωριστά η συνωμοτική ομάδα υπό τον Παπαδόπουλο, που τελικά αιφνιδίασε τους πάντες.
Στις 24 Φεβρουαρίου εισαγγελέας και ανακριτής ζήτησαν την άρση της βουλευτικής ασυλίας Παπανδρέου και Βαρδινογιάννη για να παραπεμφθούν σε δίκη, με την κατηγορία της συμμετοχής σε συνωμοσία προς εκτέλεση πράξεων εσχάτης προδοσίας. Στόχος ήταν, εν όψει της βέβαιης διάλυσης της Βουλής λόγω των από κοινού (Ενωση Κέντρου - ΕΡΕ) αποφασισμένων πρόωρων εκλογών, που έγινε ενάμιση μήνα μετά, τη 14η Απριλίου, οι δύο πολιτικοί να μην καλύπτονται με βουλευτική ασυλία, οπότε άνοιγε ο δρόμος σύλληψης και προφυλάκισής τους. Δεν χρειάστηκε τίποτε απ’ όλα αυτά, το θέμα «έλυσε» με τον δικό του τρόπο ο Παπαδόπουλος.
Την παραμονή του πραξικοπήματος, στις 20 Απριλίου, ο ανακριτής Σωκρατείδης κάλεσε σε απολογία τους πρώην υπουργούς Παπανδρέου και Βαρδινογιάννη. Ο Παπανδρέου συνελήφθη, αλλά ο Βαρδινογιάννης διέφυγε στην Τουρκία με σκάφος που του διέθεσε ο αδελφός του Νίκος.
Στις 26 Απριλίου ο Σωκρατείδης διέταξε την προσαγωγή του Ανδρέα. Προσήχθη τελικά στις 10 Μαΐου και αφού προηγουμένως με διαταγή του Στυλιανού Παττακού μεταφέρθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ. Ηταν η πρώτη αναμέτρηση των δύο ανδρών. Η κορυφαία ήρθε το 1991 στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, όπου ο Ανδρ. Παπανδρέου αθωώθηκε για όλες τις κατηγορίες, με τον Σωκρατείδη να μειοψηφεί μαζί με τον πρόεδρο Βασίλη Κόκκινο και άλλους τέσσερις δικαστές υπέρ της ενοχής του.
Στις 26 Αυγούστου δημοσιοποιήθηκε το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, με το οποίο παραπέμπονταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου οι Παπανδρέου, Βαρδινογιάννης και άλλα εννέα άτομα «επί τη πράξει της εσχάτης προδοσίας».Για εννέα άλλους ανακριθέντες, ανάμεσά τους ο Γεώργιος Κατσιφάρας, το Συμβούλιο αποφάσισε «να μη γίνη κατηγορία».
Στις 18 Οκτωβρίου, όμως, δόθηκε στη δημοσιότητα ένα στοιχείο υπέρ του Ανδρ. Παπανδρέου. Σε μια απρόσμενη κίνηση, σύμφωνα με τα Πρότυπα Επιστημονικά Εργαστήρια Εγκληματολογικών Ερευνών και Δικαστικής Γραφολογίας Δημητρίου Καψάσκη, ιατροδικαστού, θεωρήθηκε πλαστή μια επιστολή που είχε δημοσιεύσει στις 6 Μαΐου 1967 η εφημερίδα-ναυαρχίδα της χούντας «Ελεύθερος Κόσμος» του Σάββα Κωνσταντόπουλου. Στην επιστολή με ημερομηνία 2 Μαΐου του 1965 ο Γ. Παπανδρέου υποτίθεται ότι έγραφε στον υποστράτηγο Παπατέρπο, τότε αρχηγό της ΚΥΠ Κύπρου: «Ο Ανδρέας με συνεκίνησε με σας. Παρακαλώ να σκεφθήτε και να του ζητήσετε να σας βοηθή. Εκ μέρους μου δίδω ό,τι χρειασθή για τον ΑΣΠΙΔΑ. Φιλικώτατα, Γ. Παπανδρέου».
Το διαβατήριο του Ανδρέα
Μετά το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα του Κωνσταντίνου τον Δεκέμβριο του 1967, ο Παπαδόπουλος ανέλαβε την πρωθυπουργία και έκλεισε την υπόθεση χορηγώντας αμνηστία. Ο Ανδρ. Παπανδρέου αφέθηκε ελεύθερος και αφού πήρε διαβατήριο μετά την ασφυκτική πίεση και των ΗΠΑ, αναχώρησε για το Παρίσι.
Στη στενή φιλική σχέση του με τον Ανδρ. Παπανδρέου, ο οποίος μάλιστα τον πάντρεψε με τη Λήδα Κατακουζηνού το 1964, αποδίδονται οι διώξεις εναντίον του Παύλου Βαρδινογιάννη, λαοφιλούς κεντρώου πολιτικού από το Ρέθυμνο, του μεγαλύτερου από τα δέκα παιδιά του Γιάννη Βαρδινογιάννη και της Χρυσής Θεοδωρουλάκη. Ανάμεσα στα αδέλφια του οι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και μετέπειτα κορυφαίοι επιχειρηματίες Βαρδής, Νίκος, Θεόδωρος και Γιώργος.
Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1950, μόλις 25 ετών, ανέλαβε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Σοφοκλή Βενιζέλου. Εκλεγόταν βουλευτής Ρεθύμνου μεταξύ 1956-1967 και διατέλεσε υπουργός Ανευ Χαρτοφυλακίου και αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας επί κυβερνήσεων Γ. Παπανδρέου. Το 1977 επανεξελέγη βουλευτής έχοντας δημιουργήσει μαζί με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων. Από τους πιο πολυταξιδεμένους Ελληνες πολιτικούς της εποχής του, είχε συναντήσει το 1960 τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και τον αντιπρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον και ακολούθως τον νεοεκλεγέντα Τζον Κένεντι. Ακόμη, τον Σοβιετικό υπουργό Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο, τον Γάλλο πρωθυπουργό Ζορζ Πομπιντού κ.ά.
«Με σένα, Μανδηλαρά, θα τα πούμε όταν έρθει η ώρα»
Ο Ναξιώτης δικηγόρος Νικηφόρος Μανδηλαράς αποδόμησε τις κατηγορίες κατά των στρατιωτικών μία προς μία και ουκ ολίγες φορές είχε σοβαρές αντεγκλήσεις με μάρτυρες κατηγορίας τον πρόεδρο και τον επίτροπο. «Με σένα, Μανδηλαρά, θα τα πούμε όταν έρθει η ώρα», τον προειδοποίησαν απροκάλυπτα ορισμένοι εξ αυτών κατά τη διάρκεια της δίκης.
Με την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος, ο 39χρονος Μανδηλαράς, βέβαιος για τον κίνδυνο που διέτρεχε, αρχικά κρύφτηκε σε σπίτια φίλων και στη συνέχεια επιχείρησε να διαφύγει στο εξωτερικό. Στις 17 Μαΐου, με τη βοήθεια στενού του φίλου, νομικού συμβούλου της ιδιοκτήτριας εταιρείας του πλοίου «Rita-V», επιβιβάστηκε κρυφά σε αυτό, με σκοπό να διαφύγει στην Αμμόχωστο. Πέντε ημέρες αργότερα, όμως, δύο ψαράδες βρήκαν το πτώμα του στην παραλία Γενναδίου της Ρόδου. Είχε χτυπήματα στο κεφάλι και μια τρύπα στον θώρακα και έτρεχε αίμα από το αυτί του, κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί αν είχε πνιγεί. Ολες οι ενδείξεις συνηγορούσαν υπέρ δολοφονίας του. Η έκθεση των γιατρών δεν υπεβλήθη άμεσα και με υπόδειξη του «αεικίνητου» ιατροδικαστή Καψάσκη ως αιτία θανάτου αναφέρθηκε τελικά ο πνιγμός.
Εγιναν δύο δίκες, στο Πλημμελειοδικείο και ακολούθως στο Εφετείο Ρόδου, προφανώς για τους τύπους, με μοναδικό κατηγορούμενο τον καπετάνιο του πλοίου Πέτρο Πόταγα, ο οποίος καταδικάστηκε σε 12 μήνες φυλάκιση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Αργότερα ο Πόταγας έφυγε οικογενειακώς για τη Νότια Αφρική, όπου έναν χρόνο μετά απεβίωσε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Στις 7 Δεκεμβρίου του 1984 η υπόθεση αναψηλαφήθηκε και η Ολομέλεια Εφετών Αθηνών αποφάσισε την άσκηση νέας ποινικής δίωξης χαρακτηρίζοντας τον θάνατο του Μανδηλαρά ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Η ποινική δίωξη στράφηκε κυρίως κατά των Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, αδελφού του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου, και Ιωάννη Λαδά. Η διαδικασία όμως τελικά δεν προχώρησε περαιτέρω.