Στο πιο αδιαπέραστο οχυρό της Ορθοδοξίας, εκεί όπου ο χρόνος έχει σταματήσει και η πίστη στέκει ακλόνητη εδώ και 17 αιώνες, η Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά βιώνει μία από τις πιο κρίσιμες καμπές της Ιστορίας της. Οι απεσταλμένοι του «ΘΕΜΑτος» βρέθηκαν στον ιερό χώρο, διασχίζοντας την αφιλόξενη έρημο και τα αυστηρά σημεία ελέγχου, για να καταγράψουν μια αθέατη πραγματικότητα: τους μοναχούς που φυλάνε άγρυπνα τις Θερμοπύλες της πίστης, τους Βεδουίνους που λειτουργούν ως αόρατοι φρουροί και μια κοινότητα που πίσω από τους λιτούς της τοίχους αποκαλύπτει ιερές εικόνες, λείψανα, σπάνια χειρόγραφα και τόπους που έχουν αγγίξει την Ιστορία - έναν κόσμο σιωπηλής δύναμης που δεν περιγράφεται, μόνο βιώνεται.
Η διαδρομή προς τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης δεν μοιάζει με καμία άλλη. Μια απλή επιλογή στο δρομολόγιο -μέσω Σαρμ Ελ Σέιχ αντί του Καΐρου- μας γλίτωσε πολύτιμες ώρες, καθώς η πρώτη απαιτεί μόλις τρεις ώρες οδήγησης, ενώ η δεύτερη σχεδόν οκτώ. Ακόμη, όμως, κι έτσι, τίποτα σε αυτή την πορεία δεν είναι εύκολο ή τυπικό. Το πρακτορείο σού ορίζει οδηγό και δεν είναι απλώς οδηγός, είναι ο φύλακάς σου μέσα στην έρημο. Ξέρει πότε να σταματήσει και πότε να συνεχίσει, πώς να μιλήσει σε κάθε αστυνομικό σταθμό, ποιον να χαιρετήσει, πού να δείξει τα χαρτιά σου. Ξέρει ότι το ταξίδι προς το Σινά περνάει από μπλόκα και οπλισμένους αστυνομικούς και στρατιώτες.
Ο δρόμος είναι μια σχεδόν απόκοσμη ευθεία μέσα στην έρημο. Καυτός αέρας, σιωπή, άμμος και βουνά: ο ήλιος καταπίνει τα πάντα, δεν αφήνει σκιά. Και ξαφνικά ένας Βεδουίνος με ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι νερό στην άκρη του δρόμου. Ο οδηγός δεν φρενάρει. «Δεν σταματάμε ποτέ σ' αυτά. Μπορεί να είναι παγίδα», λέει με το βλέμμα του καρφωμένο μπροστά. Το ένστικτο της επιβίωσης είναι εδώ πιο έντονο κι από τη ζέστη. Οταν πλησιάζουμε πια τη μονή, ο τελευταίος έλεγχος είναι ο πιο εξονυχιστικός. Δεν χρειάστηκε να πούμε ποιοι είμαστε, ήδη τα ήξεραν όλα: όνομα, διαμονή, πορεία, επαφές. Κι ύστερα μπαίνεις στον χώρο της μονής. Το να βρίσκεσαι εκεί είναι σαν να επιστρέφεις στην παιδική σου ηλικία. Σ’ εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, τότε που κάθε Πάσχα περίμενες με ανυπομονησία τις κλασικές θρησκευτικές ταινίες - τις «Δέκα Εντολές», με τον Τσάρλτον Ιστον στον ρόλο του Μωυσή να σηκώνει τα χέρια του στο όρος Σινά και να ανοίγει η θάλασσα στα δύο. Παρατηρώντας το σκηνικό από μια γωνιά της αυλής, συνειδητοποιείς ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Οι ίδιες φιγούρες, τα ίδια βλέμματα. Οι Βεδουίνοι με τις καμήλες, με το σκούρο βλέμμα και τη σκόνη της ερήμου στα ρούχα τους. Οι μοναχοί με τη σιωπή τους να κουβαλά αιώνες. Το τοπίο, αυστηρό και ιερό. Είναι σαν να περπατάς μέσα στην ίδια ταινία που σε καθήλωσε κάποτε μπροστά στην οθόνη. Μόνο που τώρα είσαι μέσα της.
Ο ξενώνας
Ηταν, τελικά, σοφή επιλογή να μείνουμε στον ξενώνα του μοναστηριού. Ναι, η Αγία Αικατερίνη διαθέτει δικό της ξενώνα για τους προσκυνητές, με κόστος περίπου 90 ευρώ τη βραδιά, που περιλαμβάνει πρωινό και βραδινό. Μην περιμένετε πολυτέλειες. Εδώ η απλότητα είναι ο κανόνας. Το δωμάτιο έχει δύο κρεβάτια χωρισμένα από ένα παλιομοδίτικο κομοδίνο. Ενα ταλαιπωρημένο αλλά πολύτιμο κλιματιστικό προσπαθεί να κρατήσει σε ανεκτά επίπεδα τη θερμοκρασία της ερήμου. Στο μπάνιο, ένα σαπουνάκι στέκει μοναχικό, σχεδόν συμβολικό. Υπάρχει, βέβαια, και η δυνατότητα να διαμείνεις εντός του μοναστηριού. Αυτό, όμως, απαιτεί ειδική άδεια και έκδοση διαμονητηρίου, μια διαδικασία πιο χρονοβόρα και περιορισμένη, κυρίως για όσους πηγαίνουν για ησυχασμό και όχι απλώς για διαμονή. Το φαγητό στον ξενώνα, αν και επαρκές, δεν ενθουσιάζει. Τρία μικρά κεμπάπ, ένα κομμάτι ψωμί και μια λιτή σαλάτα συνθέτουν το δείπνο μας - αξιοπρεπές, αλλά τίποτα το αξέχαστο. Το μπριάμ που μαγειρεύουν οι μοναχοί μέσα στο μοναστήρι είναι σκέτη αποκάλυψη μας είπαν.
Το να περνάς την πύλη της Μονής της Αγίας Αικατερίνης είναι μια εμπειρία που δύσκολα περιγράφεται. Μόλις βρεθείς μέσα, όλα αλλάζουν. Δεν είναι μόνο η δροσιά και η σκιά των πέτρινων τοίχων. Είναι η απόλυτη σιωπή που σε αγκαλιάζει, μια γαλήνη που σε κάνει να χαμηλώνεις τη φωνή σχεδόν από ένστικτο. Ο χώρος σε προκαλεί να σταθείς, να κοιτάξεις γύρω σου και να αναλογιστείς πού βρίσκεσαι. Δεν υπάρχει τίποτα φανταχτερό, μόνο πέτρα, απλότητα και μια αίσθηση πως ο χρόνος έχει σταματήσει. Τα πρώτα βήματα στον εσωτερικό περίβολο της Μονής σε φέρνουν αντιμέτωπο με τη λιτότητα σε όλη της τη δύναμη. Καμία περιττή διακόσμηση, κανένας εντυπωσιασμός. Μόνο γυμνοί τοίχοι, σκιά, μια αυλή που μοιάζει ακίνητη στον χρόνο. Εκεί, το πηγάδι του Μωυσή, στο οποίο, κατά την παράδοση, ο προφήτης ξεδίψασε μετά την έξοδο από την Αίγυπτο. Και λίγα μέτρα παραδίπλα η καιόμενη βάτος ή, πιο σωστά, ο τόπος όπου φυτρώνει ακόμη ο θάμνος που θεωρείται από τους μοναχούς ως ο φυσικός απόγονος εκείνου που φανερώθηκε στον Μωυσή με τη φλόγα που δεν τον έκαιγε.
Κλείσιμο
Η εκκλησία του Σωτήρος, σκοτεινή και μυσταγωγική, στεγάζει τον πυρήνα του προσκυνήματος. Εκεί, κάτω από χαμηλό φως και το ψιθύρισμα προσευχών, οι επισκέπτες στέκονται μπροστά στην εικόνα της Αγίας Αικατερίνης. Μπροστά της, προσεκτικά τοποθετημένο, το οστό του χεριού της αγίας. Αλλοι το αγγίζουν, άλλοι το κοιτούν δακρυσμένοι, άλλοι στέκονται απλώς βουβοί. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στους δεκάδες προσκυνητές που καταφτάνουν από τις πιο μακρινές γωνιές του πλανήτη, από το Κολοράντο των Ηνωμένων Πολιτειών, από το Μεξικό, από χώρες που δύσκολα θα περίμενε κανείς, οι μοναχοί αναγνωρίζουν μια λέξη στα ελληνικά. Σηκώνουν το βλέμμα τους ξαφνιασμένοι. Η σιωπή τους μοιάζει να υποχωρεί για λίγο, σαν να απελευθερώνονται από έναν άγραφο κανόνα εγκράτειας. Ανταποδίδουν ένα χαμόγελο, κάνουν ερωτήσεις, σχεδόν με παιδική περιέργεια. Η ελληνική γλώσσα φέρνει μαζί της κάτι παραπάνω από λέξεις: φέρνει το σπίτι.
3,5 εκατ. ευρώ κόστισε η ανακαίνιση της βιβλιοθήκης
Μέσα στο κλίμα έντασης που είχε προκαλέσει η απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου για τη δήμευση της ακίνητης περιουσίας της μονής, η πρόσβαση στη βιβλιοθήκη δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση. Οι μοναχοί εμφανίζονταν συγκρατημένοι, διστακτικοί - όχι από καχυποψία, αλλά επειδή βίωναν πολλαπλές πιέσεις τόσο από την Αθήνα όσο και από το Κάιρο. Πίσω από κάθε τους κίνηση βάραινε και η συνείδησή τους. Η σκέψη να κλείσουν, έστω και για μία ημέρα, τη μονή ως ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στην απόφαση, είχε πολιτικό και συμβολικό κόστος. Κανείς δεν ήθελε να πάρει πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να παρερμηνευτούν. Και βεβαίως, κανείς δεν ήταν πρόθυμος να μιλήσει δημόσια για ένα ζήτημα τόσο ευαίσθητο. Ο πατέρας Πορφύριος ο οποίος παλαιότερα είχε εργαστεί σε εφημερίδες καταλάβαινε καλά την ψυχοσύνθεση των δημοσιογράφων. Ισως γι’ αυτό και δεν ήθελε να μας χαλάσει το χατίρι. Φρόντισε να ανοίξει για λίγο τις πόρτες της σπάνιας βιβλιοθήκης, γνωστοποιώντας μας όμως ότι ο χρόνος ήταν περιορισμένος και οι συνθήκες ασφυκτικές.
Ο πατέρας Ιουστινιανός, ο βιβλιοθηκάριος της μονής, μας υποδέχθηκε με συγκρατημένη ευγένεια και με εκείνη τη γαλήνια σοβαρότητα που κουβαλούν οι άνθρωποι που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους σε κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους. Χωρίς περιττά λόγια, μας οδήγησε στον χώρο που φιλοξενεί 11.500 βιβλία και περισσότερα από 3.500 χειρόγραφα – σε δεκάδες γλώσσες, σε περγαμηνές, σε πάπυρο, σε χαρτί που μοιάζει έτοιμο να λιώσει, αλλά αντέχει αιώνες. Ανάμεσά τους, ο Συνετικός Κώδικας, από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, σε μεγαλογράμματη γραφή. Κειμήλιο ανυπολόγιστης αξίας. Και τα Ευαγγελιστάρια, που φέρνουν στο φως έναν ολόκληρο κόσμο γραφής, πίστης και τέχνης, φτιαγμένα από ανθρώπους που έγραφαν προσευχόμενοι. Το να τα βλέπεις από κοντά δεν είναι απλώς μια επίσκεψη σε ένα αρχείο, είναι σαν να αγγίζεις την ίδια την Ιστορία.
Οι πρώτες συζητήσεις για την αποκατάσταση της βιβλιοθήκης της Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά ξεκίνησαν ήδη από το 2000, όταν το αιγυπτιακό κράτος σε συνεργασία με τη μονή και το ίδρυμα Αγίας Αικατερίνης Ορους Σινά εξέφρασαν την επιθυμία να συμμετάσχουν στο έργο μέσω διαγωνισμού με εγχώρια κατασκευαστική εταιρεία. Η εμπλοκή αυτή καθυστέρησε σημαντικά την έναρξη των εργασιών. Την τελική πρωτοβουλία ανέλαβε ο Αρχιεπίσκοπος Σινά Δαμιανός και η Ιερά Σύναξη της Μονής Σινά, που το 2014 άναψαν το πράσινο φως για την υλοποίηση ενός δύσκολου και σύνθετου εγχειρήματος, το οποίο ολοκληρώθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα. Η ανακαίνιση χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από το Ιδρυμα της Αγίας Αικατερίνης Ορους Σινά με συνολικό κόστος που άγγιξε τα 3,5 εκατ. ευρώ. Οπως εξηγεί στο «ΘΕΜΑ» ο πολιτικός μηχανικός και project manager του έργου Γιώργος Σαπιρίδης, ειδικευμένος στην αποκατάσταση βυζαντινών μνημείων, κρίσιμος υπήρξε ο ρόλος του πατέρα Ησύχιου, του αρχιτέκτονα και μελετητή του έργου Πέτρου Κουφόπουλου καθώς και του μηχανολόγου Δημήτρη Ντόντου.
Η δυσκολία στη μεταφορά υλικών μέσα από τη σκληρή έρημο, σε συνδυασμό με τα γραφειοκρατικά εμπόδια, μετέτρεψαν το έργο σε πραγματικό άθλο. Ενδεικτικά, μισό εκατομμύριο ευρώ δαπανήθηκε μόνο για την κατασκευή προθηκών διπλού τοιχώματος που διασφαλίζουν σταθερή θερμοκρασία και ιδανικές συνθήκες διατήρησης για τα σπάνια χειρόγραφα. Παράλληλα, εγκαταστάθηκε ένα υπερσύγχρονο σύστημα πυρόσβεσης: σε περίπτωση φωτιάς απελευθερώνεται ένα ειδικό αέριο που «πνίγει» το οξυγόνο και σφραγίζει αυτόματα τον χώρο, ώστε να προστατευτούν τα πολύτιμα τεκμήρια. Η βιβλιοθήκη πλαισιώθηκε από χειροποίητα ξύλινα έπιπλα, φιλοτεχνημένα από τους κορυφαίους μαραγκούς της Θεσσαλονίκης, προσδίδοντας στον χώρο μια αισθητική που συνδυάζει τη βυζαντινή λιτότητα με τη σύγχρονη λειτουργικότητα. Πρόκειται, όπως τονίζει ο κ. Σαπιρίδης, για μια βιβλιοθήκη-πρότυπο, που πληροί τα υψηλότερα διεθνή στάνταρ διαφύλαξης και αναδεικνύει τη μονή όχι μόνο ως θρησκευτικό κέντρο, αλλά και ως φάρο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η προσευχή στον Αλλάχ
Λίγο έξω από την κεντρική πύλη, στον περιβόλο της μονής βρίσκεται πάντα κάποιος που παρατηρεί: ένας Αιγύπτιος αστυνομικός με πολιτικά, διακριτικός, σχεδόν αθόρυβος. Δεν φέρει όπλο φανερά, δεν φοράει στολή, δεν ξεχωρίζει από τους επισκέπτες - κι όμως είναι εκεί, πάντα εκεί. Η παρουσία του δεν προκαλεί δυσφορία, είναι ένα στοιχείο της καθημερινής λειτουργίας της μονής, αναγκαίο ίσως στις μέρες μας. Μια στιγμή τον βλέπουμε να σταματά. Ανοίγει ένα μικρό χαλάκι προσευχής, το απλώνει στο χώμα και, με το βλέμμα στραμμένο προς τη μονή γονατίζει. Δεν υπάρχει μιναρές, δεν υπάρχει τζαμί - κι όμως, προσεύχεται στον Αλλάχ, με φόντο ένα από τα αρχαιότερα χριστιανικά μοναστήρια του κόσμου. Ηταν μια εικόνα γεμάτη δύναμη και συμβολισμό. Του ζήτησα, με ευγένεια, αν θα μπορούσε να επαναλάβει την κίνηση για να τον φωτογραφίσω. Χαμογέλασε και αρνήθηκε, ευγενικά. «Είμαι αστυνομικός», είπε. «Δεν κάνω επίδειξη. Προσεύχομαι μόνο όταν το αισθάνομαι». Μου εξήγησε ότι η μονή δεν του προκαλεί κανέναν περιορισμό, δεν τον ενοχλεί. Αντιθέτως, τη θεωρεί χώρο ευθύνης και αλληλοσεβασμού.
«Στο Σινά πάντα ζούσαμε μαζί. Μουσουλμάνοι και χριστιανοί. Ο Μωάμεθ ο ίδιος είχε πει να μη πειραχτεί ποτέ αυτό το μοναστήρι», πρόσθεσε. Και γύρισε ήσυχα στη θέση του, σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Λίγα μέτρα πιο πέρα, στεκόταν ένας άντρας μόνος, σιωπηλός, με σταυρωμένα χέρια και βλέμμα που παρατηρούσε τα πάντα γύρω του. Δεν έμοιαζε με τουρίστα, δεν είχε τη στάση κάποιου προσκυνητή. Στην αρχή τον περάσαμε για μυστικό αστυνομικό και όχι άδικα. Σε ένα τόσο ευαίσθητο σημείο, σε μια περίοδο γεμάτη ανησυχία, είναι φυσιολογικό να ψάχνεις γύρω σου για τους ανθρώπους που δεν λένε ποιοι είναι. Τον πλησιάσαμε στο πλαίσιο της προσπάθειάς μας να αναζητήσουμε πρόσωπα που θα μπορούσαν να μας μιλήσουν για το ρεπορτάζ.
Οταν του απευθύναμε τον λόγο, χαμογέλασε και απάντησε σχεδόν αφοπλιστικά: «Μην ανησυχείτε, δεν είμαι αστυνομικός. Είμαι αρχαιολόγος». Η στάση του ήταν ήρεμη, σχεδόν φιλοσοφημένη, και έδειχνε άνθρωπο που ήξερε καλά το πεδίο και τη συγκυρία. Οταν η κουβέντα στράφηκε στην απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου για τη δήμευση της ακίνητης περιουσίας της μονής, υποβάθμισε την ένταση που έχει δημιουργηθεί. «Ο θόρυβος που έχει ξεσπάσει είναι υπερβολικός», είπε. «Αν διαβάσετε προσεκτικά την απόφαση, θα δείτε πως ο ρόλος των μοναχών δεν αλλάζει. Θα παραμείνουν εδώ, όπως πάντα».
Μπορεί να έχει εν μέρει δίκιο, όμως οι ίδιοι οι μοναχοί δεν έχουν ακόμη στα χέρια τους την καθαρογραμμένη απόφαση. Παραμένουν επιφυλακτικοί. Και ορθώς. Γιατί όσο δεν αποσαφηνίζεται ρητά το ιδιοκτησιακό καθεστώς, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με σιγουριά. Και κανείς δεν θέλει να είναι ο μοναχός που θα έχει εμπιστευτεί ένα σύστημα που αύριο μπορεί να του τραβήξει το έδαφος κάτω από τα πόδια. Μέσα στους τοίχους της μονής η αίσθηση είναι πολύ διαφορετική. Οι μοναχοί δεν είναι απλώς θορυβημένοι, αλλά εξαγριωμένοι. Μπορεί να μη μιλούν δημόσια, όμως μεταφέρουν ξεκάθαρα την αγανάκτησή τους. Πληροφορήθηκαν πως, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην απόφαση, θα κληθούν να πληρώνουν ενοίκιο για ένα μικρό περιβόλι εντός του περιβόλου της μονής, το οποίο καλλιεργούν επί αιώνες. Ενα κομμάτι γης που θεωρείται οργανικό μέρος της μονής, της αυτάρκειάς της, της ζωής τους.
«Ως εδώ και μη παρέκει...», είπε ένας από αυτούς με ένταση που δεν συναντάς συχνά σε μοναστικές κοινότητες. Και πίσω από αυτή τη φράση κρύβεται η κόπωση, η καχυποψία και η αίσθηση προδοσίας απέναντι σε ένα κράτος που, όπως φοβούνται, αρχίζει να γκρεμίζει αθόρυβα ό,τι εκείνοι οικοδομούν επί 15 αιώνες.
Οι Βεδουίνοι
Ακριβώς δίπλα στα τείχη της μονής, σαν να είναι φυσική της επέκταση, βρίσκονται τα σπίτια των Βεδουίνων. Πρόχειρες κατασκευές, πέτρινα χαμηλά σπιτάκια που εντάσσονται απόλυτα στο αρχιτεκτονικό και βραχώδες τοπίο της ερήμου του Σινά. Λες και τα έχει πλάσει ο ίδιος ο χρόνος, με την ίδια πέτρα που χτίστηκε και η μονή. Ανάμεσα σε καμήλες, παιδιά και άνδρες με παραδοσιακές κελεμπίες, ζει μια φυλή ανθρώπων που δεν έχει ταυτότητα, αλλά έχει ρόλο. Είναι οι σκιές που βρίσκονται πάντα εκεί, αθέατοι φρουροί, με ένα βλέμμα που διαπερνά τον επισκέπτη χωρίς να τον αγγίζει. Οι Βεδουίνοι ζουν σε απόλυτη συνύπαρξη με τη μονή. Μαζί με τις καμήλες τους προσφέρουν διαδρομές μέσα στην έρημο, στα μονοπάτια που, όπως λένε, περπάτησε ο Μωυσής κρατώντας τις Δέκα Εντολές. Το «πλήρες» πακέτο κοστίζει περίπου 25 δολάρια, ενώ για τις πιο σύντομες βόλτες, κυρίως για φωτογραφίες, η τιμή πέφτει στα 5 δολάρια. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που έρχονται μόνο για τη στιγμή: ένα κλικ με φόντο την έρημο και μια καμήλα, μια εικόνα που, για τους Βεδουίνους, μεταφράζεται σε επιβίωση. Ολοι προσπαθούν να σου πουλήσουν κάτι. Από κοσμήματα και μπρελόκ μέχρι «άγιες πέτρες» του Σινά, δήθεν φορτισμένες με ενέργεια. Είναι ο τρόπος τους να ζήσουν, να επιβιώσουν, να μείνουν εκεί. Γιατί πέρα από το εμπόριο και τις καμήλες, οι Βεδουίνοι είναι και οι άγρυπνοι φρουροί της Μονής της Αγίας Αικατερίνης. Αυτοί γνωρίζουν κάθε πέρασμα, κάθε γωνιά του βουνού, κάθε ήχο που δεν ταιριάζει με την ησυχία της ερήμου.
Φεύγοντας από τη μονή, αφήνεις πίσω σου περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα είχες όταν έφτασες. Το Σινά δεν σου δίνει απαντήσεις εύκολα. Σου αφήνει εικόνες, σιωπές και ανθρώπους που επιμένουν να ζουν με πίστη όχι μόνο στον Θεό, αλλά και στην ιστορική τους αποστολή. Μέσα σε αυτή την ταραχή που προκάλεσε η δικαστική απόφαση, με φωνές, αναλύσεις και ανησυχία, ένας άλλος μοναχός, χωρίς να σηκώσει τον τόνο της φωνής του, είπε κάτι που έμεινε να αιωρείται σαν επίλογος: «Τον τελευταίο λόγο για όλα αυτά, θα τον έχει η Αγία Αικατερίνη. Και μόνο αυτή». Κι εμείς, ως δημοσιογράφοι, νιώσαμε πως δεν ήμασταν απλοί παρατηρητές. Αισθανθήκαμε μέρος αυτής της αποστολής: να προστατεύσουμε μέσα από τη δύναμη της δημοσιοποίησης την ιστορική Μονή Σινά. Να σταθούμε δίπλα σε εκείνους που σιωπηλά, αλλά με αταλάντευτη πίστη, κρατούν άσβεστη τη φλόγα μιας παράδοσης 17 αιώνων.
Στον κόσμο της υψηλής γαστρονομίας η σωστή εκπαίδευση σε οδηγεί στην κορυφή. Η επιλογή της σχολής είναι το καθοριστικό βήμα για μια καριέρα με προοπτικές, κύρος και αναγνώριση.